Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Τα Ομορφότερα Οθωμανικά Μνημεία της Θράκης


ΕΣΚΙ ΤΖΑΜΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ 


Το Έσκι Τζαμί Κομοτηνής, μεταφράζεται ως το Παλαιό Τέμενος. Είναι ένα οθωμανικό μνημείο το οποίο σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή χρονολογείται από το 1608/9 ή το 1677/78 κατά μια επιγραφή. Βρίσκεται στο κέντρο της Κομοτηνής κοντά στο Ιμαρέτ Κομοτηνής.


Σύμφωνα με έκδοση των μουφτειών Ξάνθης, Κομοτηνής, Διδυμοτείχου, το Τέμενος αυτό αν και ονομάζεται "Παλαιό" είναι νεότερο από το Γενί Τζαμί Κομοτηνής (το οποίο ονομάζεται "Νέο Τέμενος"), καθώς χρησιμοποιείται ως πηγή η αφήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή. Ωστόσο, πιθανότερο είναι να είναι πράγματι το πρώτο τζαμί της Κομοτηνής που ιδρύθηκε ως μεστζίτ από τον Γαζή Αχμέτ Εβρενός και αποτελούσε μερος του ευρύτερου συμπλέγματος ευαγών κτηρίων που ενσωμάτωσε στο βακούφι του. 


Σε αυτό το σύμπλεγμα ανήκε και το γειτονικό ιμαρέτι, ένα χαμάμ και μια σειρά από καταστήματα που περιέβαλαν τα ιδρύματα αυτά. Ακόμη, σύμφωνα με τον οθωμανικό σαλναμέ (απογραφή) της Αδριανούπολης του 1892 στο τζαμί υπήρχε επιγραφή σε μη οθωμανική γλώσσα και πιθανολογείται ότι στη θέση του αρχικού μεστζίτ που ίδρυσε ο Εβρενός υπήρχε βυζαντινός ναός. Το τζαμί ανακαινίστηκε για πρώτη φορά το 1854.


  


Κατά την έκδοση της μουφτείας, οι Βούλγαροι τη δεκαετία του 1910 μετέτρεψαν το Τέμενος σε εκκλησία και κατέστρεψαν μέρος του μιναρέ (μέχρι το εξώστη σερεφέ). Το Τέμενος επιστράφηκε στην μουσουλμανική μειονότητα κατά το 1919-20, υπό την Γαλλική διοίκηση της Κομοτηνής και τότε ανοικοδομήθηκαν ο κατεδαφισμένος μιναρές και οι σημερινοί 2 εξώστες. Το 2011 ολοκληρώθηκε η εξωτερική ανακαίνιση του Τεμένους.






ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Το Γενί Τζαμί Κομοτηνής, μεταφράζεται ως το Νέο Τέμενος είναι ένα οθωμανικό μνημείο το οποίο σύμφωνα με τη μουφτεία, χρονολογείται από το 1585 ή σωστότερα, αν κρίνουμε από το όνομα του ιδρυτή του, λίγο μετά το 1600. Βρίσκεται στο κέντρο της Κομοτηνής και δίπλα βρίσκεται η Μουφτεία της Ροδόπης. Το Τέμενος έχει τετράγωνη αίθουσα προσευχής και αρχιτεκτονικά έχει επηρεαστεί από την αισθητική του νεοκλασσικισμού. Δίπλα στο Τζαμί εφάπτεται ο Πύργος του Ωρολογιού και σε γειτονικούς χώρους έχουν βρεθεί τμήματα οθωμανικού χαμάμ.


                          


Η ίδρυσή του αποδίδεται στον Αχμέτ Πασά Εκμεκτζόγλου αρχιντεφτερδάρη (υπεύθυνος επί των οικονομικών) το διάστημα 1606-1613 του σουλτάνου Αχμέτ Α' (1603-1617) και Οσμάν Β' (1618-1622). Το τζαμί ήταν μέρος του βακουφιού του Εκμεκτζόγλου Αχμέτ και περιελάμβανε ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσέ), ένα διπλό χαμάμ και ένα μεκτέμπ (σχολείο βασικής εκπαίδευσης). Η σημερινή μορφή συμπεριλαμβάνει και την διερεύνηση η οποία έγινε το 1902. Το διάστημα 2007-8 έγινε ανακαίνιση. Ερείπια του χαμάμ Αχμάντ Πασά βρίσκονται ανατολικά του Τζαμιού στην πλατεία Ήφαιστου και καταλαμβάνει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Η περιοχή όπου βρίσκεται το χαμάμ είναι ιδιοκτησία της Μουφτείας Κομοτηνής. Η αρχαιολογική υπηρεσία μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει καταγραφή ή ανασκαφική έρευνα.







ΤΕΜΕΝΟΣ ΜΕΧΜΕΤ Α΄

Το Τέμενος Μεχμέτ ή Τέμενος Βαγιαζήτ είναι μουσουλμανικό τζαμί στο Διδυμότειχο που ολοκληρώθηκε επί σουλτάνου Μεχμέτ Α' (1413-1421) και εγκαινιάστηκε το 1420. Έχει χαρακτηρισθεί από τη γενική γραμματέα πολιτισμού της Ελλάδας, Λίνα Μενδώνη, ως το σημαντικότερο ισλαμικό μνημείο της Ευρώπης.


Η ανέγερση του τέμενους Βαγιαζήτ ξεκίνησε επί Βαγιαζήτ Α΄ (1389–1402), αλλά διακόπηκε λόγω της τουρκικής ήττας και του θανάτου του Βαγιαζήτ στη Μάχη της Άγκυρας το 1402 και της ταραγμένης περιόδου που ακολούθησε. Η κατασκευή ξαναξεκίνησε επί του γιου του Βαγιαζήτ Μεχμέτ Α΄ (1413–1421) και εγκαινιάστηκε το Μάρτιο του 1420.

 

Την οικοδόμησή του, ανέλαβε ο Καδής του Διδυμοτείχου Σεγίντ Αλί και το τζαμί το έκτισε ο Ντογκάν Μπιν Αμπντουλάχ με μηχανικό τον Ιβάζ Μπιν Μπαγεζίντ. Οι τοίχοι του κτιρίου έχουν πάχος περίπου 2,50 μ. και η κύρια είσοδος είναι στην νότια πλευρά. Στην νοτιοανατολική πλευρά βρίσκεται ο επιβλητικός μιναρές ο οποίος αρχικά είχε έναν εξώστη. Το 1913 οι Τούρκοι πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη, ψηλότερα από τον πρώτο ξανακτίζοντας το πάνω μέρος του μιναρέ, το οποίο είχε καταρρεύσει.Το τέμενος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ισλαμικά μνημεία στην Ευρώπη. Αναφέρεται και ως το μεγαλύτερο σε έκταση (σχεδόν ενός στρέμματος) στο χώρο των Βαλκανίων. 


Το τέμενος βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Διδυμότειχου και είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο από το 1946. Η αρχική στέγη του μνημείου (του 14ου αιώνα) είναι κατασκευασμένη από ξύλο βελανιδιάς και διατηρείται μέχρι σήμερα, θεωρείται δε από τα σημαντικότερα μνημεία από ξύλο στον κόσμο. Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της στέγης είναι ότι είναι τριγωνική (σε αντίθεση με άλλα Οθωμανικά τεμένη που η στέγη αποτελείται από τρούλους) και έχει τεχνοτροπία αρχιτεκτονικής των Σελτζούκων. Η ιδιαιτερότητα της στέγης (σύμφωνα με τους μελετητές του μνημείου), ίσως να οφείλεται σε αλλαγή του αρχικού σχεδίου κατασκευής μετά τον θάνατο του σουλτάνου.


 Σύμφωνα με το πάχος των τοίχων, ίσως αρχικά στο σχέδιο ήταν να μπουν δύο κεντρικοί θόλοι στον άξονα της εισόδου και άλλοι δύο σκαφοειδείς θόλοι εκατέρωθεν. Κατά τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή το 16ο αιώνα, η ανέγερση καθυστέρησε λόγω της επέλασης των Μογγόλων στην Μικρά Ασία, η οποία δημιούργησε προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μνημείο έχει επίσης μοναδική αξία λόγω της τοιχογραφίας με την ουράνια πόλη (στο ισλάμ δεν επιτρέπονται γραφικές αναπαραστάσεις).






                   




  















.










Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Ξάνθη Παλιά Πόλη



Ιστορία της Ξάνθης

Για το όνομα της πόλης υπάρχουν δύο απόψεις: Η πρώτη πως Ξάνθη ονομαζόταν μία από τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύας και η δεύτερη πως προέρχεται από μια αμαζόνα που είχε το όνομα Ξάνθη και βασίλευε τότε στην περιοχή.

Η πόλη Ξάνθεια, που ταυτίζεται πιθανώς με τη σημερινή Ξάνθη, μνημονεύεται τον 1ο π.Χ. αιώνα από τον Στράβωνα : «Μετά δε την ανά μέσον λίμνην (Βιστονίδα) Ξάνθεια, Μαρώνεια και Ίσμαρος...». Επειδή η πόλη δεν αναφέρεται από άλλη μεταγενέστερη αρχαία πηγή, εικάζεται ότι ίσως να μην κατάφερε να επιβιώσει στα ρωμαϊκά χρόνια και εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της. Ωστόσο, φαίνεται πως ξανακατοικήθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όταν οι συχνές βαρβαρικές επιδρομές εξανάγκασαν τους πληθυσμούς να μετακινηθούν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, προς τα ορεινή μέρη.

Σημερινή Ξάνθη

Στην πόλη της Ξάνθης, από το 2000 κι έπειτα, παρατηρείται έντονη πολεοδομική δραστηριότητα, αποτέλεσμα της ανάγκης στέγασης χιλιάδων φοιτητών στις πανεπιστημιακές σχολές της πόλης. Η Ξάνθη επεκτείνεται κυρίως προς την περιοχή της Χρύσας, αλλά και προς τα νότια αυτής. Η αρχή έγινε με τον συνοικισμό που οικοδομήθηκε το 1959-1960, καθώς η τότε κυβέρνηση σκόπευε στη διάθεση των κτηρίων σε κατοίκους της πόλης. Ο συνοικισμός, γνωστός σαν «Παλιές Εργατικές Κατοικίες», περικλείεται από τις οδούς Απόλλωνος, Θεοδοσίου Δούκα, Πιαλόγλου και Αλικαρνασσού

Πολυτεχνείο


Στην Ξάνθη εδρεύει, από το 1974, η Πολυτεχνική σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου της Θράκης, με τα ακόλουθα τμήματα:

Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών
Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης
Μηχανικών Περιβάλλοντος
Πολιτικών Μηχανικών

Αξιοθέατα


Η Ξάνθη φημιζόταν για τον εξαιρετικό καπνό που παρήγε, πράγμα που την έκανε πλούσια. Παρά τους σεισμούς που κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της πόλης, η Ξάνθη έχει μεγάλο αριθμό από καπναποθήκες, οι οποίες σήμερα στεγάζουν σημαντικές διοικητικές υπηρεσίες, ενώ άλλες χρησιμοποιούνται ως μουσεία και ως πολιτιστικά κέντρα.

Την πόλη διασχίζει ο ποταμός Κόσυνθος, παραπλεύρως του οποίου λειτουργούν καφετέριες. Στο βορειότερο τμήμα του βρίσκεται το δάσος της Ξάνθης, αποτελούμενο από πεύκα.

Η Πλατεία Βασιλέως Γεωργίου και ειδικότερα ο Πύργος Ωρολογίου αποτελούν το σήμα κατατεθέν της πόλης.

Ως σημαντικότερο σημείο της πόλης θεωρείται η Παλιά Πόλη. Αρχοντικά και κατοικίες εργατών διασώζονται χάρη σε νόμο που ψηφίστηκε το 1994, απαγορευτικό για οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση στις κατοικίες. Στην Παλιά Πόλη βρίσκεται το παλιό δημαρχείο της πόλης, που ανήκε στον καπνέμπορο Μωυσή, και αποτελεί ίσως το ωραιότερο κτήριο στον οικισμό.

Ακόμη, ένα φρούριο Ρωμαϊκών - Υστερορωμαϊκών χρόνων βρίσκεται βορειοδυτικά, στην κορυφή Αυγό ή Σταύρος Τσακίρης. Οι λιγοστές πληροφορίες για το κτίσμα προήλθαν από αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιηθηκε τον Σεπτέμβριο του 2014, με σκοπό την αδειοδότηση και τοποθέτηση ιστού ελληνικής σημαίας.


Γιορτές Παλιάς Πόλης : 

Οι Γιορτές Παλιάς Πόλης που ξεκίνησαν το 1991 , διοργανώνονται την πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη. 
Η παλαιά πόλη της Ξάνθης, η πόλη με τα χίλια χρώματα, η «αρχόντισσα της Θράκης» ετοιμάζεται και φέτος να γιορτάσει μέσα από μια σειρά πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που προβάλουν τον πολιτισμό, τη λαογραφία και την ιστορία μιας ξεχωριστής περιοχής της Ελλάδας.


 



ΚΑΡΝΑΒΆΛΙΑ









Σαμοθράκη


Η Σαμοθράκη είναι νησί του Θρακικού Πελάγους. Βρίσκεται στο Βορειοανατολικό τμήμα του Αιγαίου μεταξύ των νησιών Λήμνος, Ίμβρος και Θάσος, και απέχει 24 ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη. Η επιφάνεια του νησιού είναι 178 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η υψηλότερη κορυφή του έχει υψόμετρο 1.611 μέτρα. Με αυτό το ύψος, η Σαμοθράκη είναι το ψηλότερο ελληνικό νησί στο Αιγαίο -με την εξαίρεση των δύο μεγαλονήσων, της Κρήτης και της Εύβοιας. Το όνομα του βουνού είναι Σάος, αλλά οι ντόπιοι το ονομάζουν «Φεγγάρι» (όπως και την υψηλότερη κορυφή του), καθώς είναι «τόσο ψηλό που κρύβει το φεγγάρι». Εξάλλου, το όνομα του νησιού σημαίνει «ψηλή Θράκη» -από το αρχαιοελληνικό σάμος = υψηλή.


Η Σαμοθράκη είναι παγκοσμίως γνωστή λόγω του διάσημου αρχαιοελληνικού αγάλματος της Νίκης, το οποίο βρέθηκε το 1863 στο νησί.




Διάσημου αρχαιοελληνικού αγάλματος της Νίκης



                     

Ο Σάος ή Φεγγάρι είναι βουνό της Σαμοθράκης με μέγιστο υψόμετρο 1.611 μέτρα. Καταλαμβάνει το μέγιστο τμήμα του νησιού της Σαμοθράκης. Είναι το ψηλότερο βουνό σε νησί του Αιγαίου. Στις πλαγιές του σχηματίζονται ρυάκια και καταρράκτες καθώς και μικρές λίμνες. 



ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Παρά τις φυσικές ομορφιές και το αρχαιολογικό ενδιαφέρον από όλες τις ιστορικές περιόδους, η τουριστική βιομηχανία στη Σαμοθράκη δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη, σε σύγκριση με άλλα ελληνικά νησιά. Αυτό όμως το γεγονός αποτελεί ίσως βασική αιτία που το νησί παραμένει παρθένο και διατηρεί το φυσικό του περιβάλλον απρόσβλητο από την αλόγιστη ανάπτυξη που χαρακτηρίζει άλλες περιοχές -και ιδίως νησιά- της Ελλάδας.



Η ιδιαιτερότητα του νησιού οφείλεται στην άγρια παρθένα φύση με τα απότομα βουνά, την πλούσια χλωρίδα και πανίδα, τα δάση με πλατάνια, πεύκα, καστανιές, κέδρους και άλλα δέντρα, τις πηγές, τους καταρράκτες, τις μικρές λίμνες κατά μήκος των ρεμάτων στις πλαγιές του βουνού - οι ντόπιοι τις ονομάζουν «βάθρες» - και τις παραλίες. Τα πλατανοδάση κατεβαίνουν ως τις παραλίες της Σαμοθράκης και σχεδόν φτάνουν στην θάλασσα.


Το νησί έχει ωοειδές σχήμα, με ακτογραμμή 59 χιλιομέτρων, εκ των οποίων περίπου τα 35 αποτελούν παραλίες, οι περισσότερες από αυτές πετρώδεις. Η θαλάσσια περιοχή γύρω από την Σαμοθράκη είναι μια από τις πλουσιότερες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, όσον αφορά τη θαλάσσια και υποβρύχια ζωή που φιλοξενεί